- συγκλειστος
- συγκλειστός3[adj. verb. к συγκλείω См. συγκλειω]1) закрытый, окутанный
(ζόφῳ Luc.)
2) смыкающийся, запирающийся(ὄστρακα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζόφῳ Luc.)
(ὄστρακα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* … Dictionary of Greek
σύγκλειστος — ὁ, Μ [συγκλείω] ο αιχμάλωτος μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
συγκλειστά — συγκλειστός shut up neut nom/voc/acc pl συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc/acc dual συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)